χλιαρός

χλιαρός
-ή, -ό / χλιαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και ιων. τ. χλιερός, -ή, -όν, Α
1. (ιδίως για υγρό) λίγο θερμός, υπόθερμος (α. «το νερό τής θάλασσας είναι σήμερα χλιαρό» β. «καὶ πίειν ὕδωρ διπλάσιον χλιαρόν», Επίχ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) αδιάφορος (α. «η στάση του στο θέμα αυτό ήταν μάλλον χλιαρή» β. «οἶδά σου τὰ ἔργα... οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός», ΚΔ)
νεοελλ.
μτφ. άτονος («χλιαρή αντίσταση»).
επίρρ...
χλιαρώς / χλιαρῶς,ΝΜΑ, και χλιαρά Ν, και ιων. τ. χλιηρῶς Α
κατά τρόπο χλιαρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χλιαρός — χλῑαρός , χλιαρός warm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλιαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. λίγο θερμός, ελαφρά θερμός: Το νερό είναι χλιαρό. 2. άτονος, μαλακός: Έχουν ένα χλιαρό διευθυντή και κάνουν ό,τι θέλουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χλιαρά — χλῑαρά , χλιαρός warm neut nom/voc/acc pl χλῑαρά̱ , χλιαρός warm fem nom/voc/acc dual χλῑαρά̱ , χλιαρός warm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλιαρώτερον — χλῑαρώτερον , χλιαρός warm adverbial comp χλῑαρώτερον , χλιαρός warm masc acc comp sg χλῑαρώτερον , χλιαρός warm neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλιερά — χλῑερά , χλιαρός warm neut nom/voc/acc pl (ionic) χλῑερά̱ , χλιαρός warm fem nom/voc/acc dual (ionic) χλῑερά̱ , χλιαρός warm fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) χλιερός warm neut nom/voc/acc pl χλιερά̱ , χλιερός warm fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροχλίαρος — ἀκροχλίαρος και χλίερος, ον (Α) ο λίγο ζεστός, χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + χλιαρός] …   Dictionary of Greek

  • εύκρατος — η, ο (ΑΜ εὔκρατος, ον, Α ιων. τ. εὔκρητος, ον) αυτός που έχει καλή θερμοκρασία, καλό κλίμα, ο ήπιος, ο μέτριος (α. «εύκρατο κλίμα» το κλίμα που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρό ούτε πολύ θερμό β. «οι εύκρατες ζώνες τής γης» οι ζώνες που περιλαμβάνονται… …   Dictionary of Greek

  • λιαρός — λιαρός, ά, όν (Α) 1. θερμός, υπόθερμος, χλιαρός («ὄφρ αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ ὀρώρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ήρεμος, ήσυχος («τῷ δ ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη μορφή του τον τ.… …   Dictionary of Greek

  • σύχλιος — α, ο, Ν χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χλιός «χλιαρός»] …   Dictionary of Greek

  • χιαρός — ά, όν, Α χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”